μυθήρια

μυθήρια
μυθήρια, τὰ (Α)
1. μύθοι, διηγήματα
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μυστήρια, μυθήρια
μῡθος γὰρ ὁ λόγος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. φτειαχτή κατά το μοντέλο τού μυστήρια προκειμένου να ερμηνεύσει ετυμολογικά τη λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυθήρια — traditions neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”